σωματοσκοπία

σωματοσκοπία
Η μελέτη διάφορων τμημάτων του σώματος του ανθρώπου. Η σ. ασχολείται κυρίως με τη θρέψη του σώματος και την κατάσταση της υγείας, το χρώμα και την κατάσταση του δέρματος, την οσμή και τις παραμορφώσεις του σώματος, το χρώμα και τη μορφή των τριχών, το χρώμα της ίριδας, των δοντιών και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των μαστών, των γεννητικών οργάνων και των άκρων.
* * *
η Ν
ιατρ. μακροσκοπική εξέταση τού ανθρώπινου σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -σκοπία (< -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. σπλαγχνο-σκοπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θεόφ. Καΐρη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σωματοσκοπικός — ή, ό, Ν [σωματοσκοπία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σωματοσκόπηση ή στη σωματοσκοπία …   Dictionary of Greek

  • σωματολογία — Η επιστημονική παρακολούθηση και εξέταση των μεταβολών τις οποίες γνωρίζει το σώμα εξωτερικά με το πέρασμα της ηλικίας, κυρίως ως την ενηλικίωση. Στην ανθρωπολογία, σ. ονομάζεται κυρίως ένας κλάδος της που μελετά τις διάφορες μορφές του σώματος… …   Dictionary of Greek

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”